ὁρέω

ὁρέω
ὁράω
Inscr. destombeaux des rois
pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
ὁράω
Inscr. destombeaux des rois
pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορέω — ὁρέω (Α) (ιων. ασυναίρ. τ.) βλ. ὁρῶ …   Dictionary of Greek

  • ὀρέω — ὀρεύς mule masc acc sg (epic ionic) ὀρεύς mule masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέως — ὀρέω̆ς , ὀρεύς mule masc gen sg ὀρεύς mule masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κὠρέων — ὀρέων , ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρέων , ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl ὠρέων , ὤρα care fem gen pl (epic ionic) ὠ̱ρέων , ὦρος sleep neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέων — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”